- ενετή
- η (Α ἐνετή) [ενίημι]νεοελλ.1. στρ. πόρπη τού ζωστήρα, τού κολεού κ.λπ., κν. κόπιτσα, φιούμπα2. (τεχν.) σιδερένιος σύνδεσμος που συνδέει δύο τμήματα ενός ξύλινου κατασκευάσματοςαρχ.περόνη, βελόνη, καρφίτσα, πόρπη(«χρυσείῃς δ' ἐνετῇσι κατά στῆθος περονᾱτο», Ομ. Ιλ.).
Dictionary of Greek. 2013.